- παρέλυσα
- παρέλῡσα , παραλύωloose and take offaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραλύω — παρέλυσα, παραλύθηκα, παραλυμένος 1. μτβ., ελαττώνω την κινητικότητα, χαλαρώνω, ακινητοποιώ: Η έλλειψη των καυσίμων παρέλυσε τα μηχανοκίνητα μέσα. 2. αμτβ., ελαττώνομαι, χαλαρώνω, ακινητοποιούμαι, ξεχαρβαλώνομαι, καταρρέω: Παρέλυσα από το φόβο,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραλύω — παραλύω, παρέλυσα (σπάν. παράλυσα), παραλυμένος βλ. πίν. 5 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής